κοχλιός

Revision as of 02:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, = κοχλίας, Gloss.; screw of διόππρα, Paul.Aeg.6.73, Aët.16.89.

Greek Monolingual

και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)
ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
αρχ.
βίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμιός, χαραδριός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].