κριόμορφος

Revision as of 02:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, ramformed, Sch.rec.A.R.1.256.

German (Pape)

[Seite 1510] wie ein Widder gestaltet, ναῦς, Schol. Paris. An. Rh. 1, 256.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντόμορφος, ταυρόμορφος].