λευκωματώδης

Revision as of 03:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.

German (Pape)

[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.

Greek Monolingual

-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.