λευκωματώδης

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκωματώδης Medium diacritics: λευκωματώδης Low diacritics: λευκωματώδης Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: leukōmatṓdēs Transliteration B: leukōmatōdēs Transliteration C: lefkomatodis Beta Code: leukwmatw/dhs

English (LSJ)

λευκωματῶδες, of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.

German (Pape)

[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.

Greek Monolingual

-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.