λύχνον

Revision as of 03:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, = λύχνος, Hippon. 22 Diehl, BGU338.1, al. (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 74] τό, = λύχνος, scheint nur im plur., der heterogenisch für λύχνοι steht, vorzukommen, Her. 2, 62. 133, wie auch Eur. Cycl. 512 λύχνα ἁμμένα δάϊα sagt u. aus Callim. frg. 252 λύχνα φανείη citirt wird, wie aus Hipponax im E. M.

Greek (Liddell-Scott)

λύχνον: τό, = λύχνος, Ἱππῶναξ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 572. 21, ἐκτὸς ἐὰν τοῦτο λογισθῇ λάθος τῶν Γραμμ. προκῦψαν ἐκ τοῦ λύχνα, πληθ. τοῦ λύχνος.

Greek Monolingual

λύχνον, τὸ (Α)
ο λύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λύχνος, κατά τα ουδέτερα].