μεταπειστός

Revision as of 04:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

όν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.