μεταπείθω

English (LSJ)

change a man's persuasion, Ar.Ach.626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to be persuaded to change, Pl.R. 413b, X.HG7.1.14, Isoc.3.47, D. Prooem. 28.

German (Pape)

[Seite 152] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.

French (Bailly abrégé)

faire changer de résolution, dissuader ; Pass. se laisser persuader de, changer de sentiment.
Étymologie: μετά, πείθω.

Russian (Dvoretsky)

μεταπείθω:
1 переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;
2 med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπείθω: μεταβάλλω τὴν πεποίθησίν τινος, πείθω αὐτὸν εἰς ἄλλο τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.

Greek Monolingual

μεταπείθω)
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση, μεταβάλλω τη γνώμη ή την πεποίθηση κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταπείθω: μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. σω
to change a man's persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.