μακών

Revision as of 04:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de μηκάομαι.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκών: эп. part. aor. 2 к μηκάομαι.