μεγαλόστομος

Revision as of 04:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with large mouth, Arist.PA662a25.

German (Pape)

[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόστομος: большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).