μετροειδής

Revision as of 04:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, like metre, metrical, Demetr.Eloc.181,182.

German (Pape)

[Seite 163] ές, dem Versmaaß, Rhythmus ähnlich, Demetr. Phaler. 184.

Greek (Liddell-Scott)

μετροειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς μέτρον, μετρικός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.

Greek Monolingual

μετροειδής, -ές (Α)
όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -ειδής].