μετροειδής
From LSJ
English (LSJ)
μετροειδές, like metre, metrical, Demetr.Eloc.181,182.
German (Pape)
[Seite 163] ές, dem Versmaaß, Rhythmus ähnlich, Demetr. Phaler. 184.
Greek (Liddell-Scott)
μετροειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς μέτρον, μετρικός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.
Greek Monolingual
μετροειδής, -ές (Α)
όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -ειδής].