μουναρχέω

Revision as of 04:41, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

μουναρχ-ία, etc., v. μοναρχέω, -ία, etc.

German (Pape)

[Seite 210] μουναρχία u. ä., ion. = μοναρχέω, -αρχία.

Greek (Liddell-Scott)

μουναρχέω: -ία, κτλ., ἴδε ἐν λ. μοναρχέω, -ία, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μοναρχέω.

Greek Monotonic

μουναρχέω: -ίη, Ιων. αντί μοναρχέω, -ία.