μουναρχέω

English (LSJ)

μουναρχία, etc., v. μοναρχέω, μοναρχία, etc.

German (Pape)

[Seite 210] μουναρχία u. ä., ion. = μοναρχέω, -αρχία.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μοναρχέω.

Greek (Liddell-Scott)

μουναρχέω: -ία, κτλ., ἴδε ἐν λ. μοναρχέω, -ία, κτλ.

Greek Monotonic

μουναρχέω: -ίη, Ιων. αντί μοναρχέω, -ία.