μονῳδικός

Revision as of 04:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.

German (Pape)

[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μονῳδικός, -ή, -όν)
μονωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία.