μονῳδία

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονῳδία Medium diacritics: μονῳδία Low diacritics: μονωδία Capitals: ΜΟΝΩΔΙΑ
Transliteration A: monōidía Transliteration B: monōdia Transliteration C: monodia Beta Code: monw|di/a

English (LSJ)

ἡ,
A monody, solo, opp. the song of the chorus, Ar.Ra.849 (pl.), al., Philostr.VA4.21; opp. χορῳδία, Pl.Lg.764d.
II monody, lament, Him.Or.23.1: pl., ib.8.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, der Einzelgesang, das Alleinsingen; Ar. Ran. 848. 942; Plat. neben συναυλία, Legg. VI, 765 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de chanter seul, sans accompagnement.
Étymologie: μόνος, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

μονῳδία:пение или декламирование в одиночку (без сопровождения хора или музыки) Arph., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μονῳδία: ἡ, ᾆσμα ἑνὸς μόνου, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ᾆσμα τοῦ χοροῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 849, 944, 1330· ἀντίθετ. τῷ χορῳδία, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. θρῆνος, Ἱμερίου Λόγ. 23, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.

Greek Monolingual

η (Α μονῳδία) μονωδός
άσμα που εκτελείται από ένα άτομο, σε αντιδιαστολή προς το άσμα του χορού
νεοελλ.
1. άσμα χορού, αλλά σε ταυτοφωνία
2. άσμα για μία φωνή, κν. σόλο, με ή χωρίς συνοδεία οργάνου
αρχ.
μονωδικός θρήνος.

Greek Monotonic

μονῳδία: ἡ, μονωδία, δηλ. μελωδία προορισμένη να τραγουδηθεί από μία μόνο φωνή, σε αντίθ. προς το τραγούδι που προορίζεται να τραγουδηθεί από τον χορό (χορωδία), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μονῳδία, ἡ,
a monody or solo, opp. to the song of the chorus, Ar. [from μονῳδός

Mantoulidis Etymological

(=τραγούδι ἑνός ἀνθρωπου). Ἀπό τό μονῳδῶ (=μόνος + ᾠδή).
Παράγωγα: μονῳδός, μονῳδικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη μόνος καί στό ρῆμα ἄιδω=ᾄδω.