ναοδόμος

Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (δέμω) temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.

Greek Monolingual

ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομίαναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.