δέμω

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέμω Medium diacritics: δέμω Low diacritics: δέμω Capitals: ΔΕΜΩ
Transliteration A: démō Transliteration B: demō Transliteration C: demo Beta Code: de/mw

English (LSJ)

rare in pres. and impf., Ep. impf.
A δέμον Od.23.192, part. δέμων h.Merc.87: aor. ἔδειμα Il.21.446, Hdt.2.124, Ep. δεῖμα A.R. 3.37, subj. δείμομεν for δείμωμεν Il.7.337:—Med., aor. (v. infr.):—Pass., pf. δέδμημαι 6.249, etc., Dor. 3pl. δέδμανθ' Theoc.15.120: plpf. ἐδέδμητο Hdt.7.59,176:—build, τεῖχος ἔδειμαν Il.7.436, etc.; τείχη παλαιὰ δείμας E.Rh.232:—Med., ἐδείματο οἴκους = he built him houses, Od.6.9; ἄστη Pl.Ax.370b.
2 generally, construct, prepare, δ. ἀλωήν h.Merc.87; δέμω ὁδόν, Lat. munire viam, make a road, Hdt.2.124:—Pass., ἁμαξιτὸς δέδμηται Id.7.200: metaph. of persons, δέδμηνται πάση κόσμος Ἰαονίη Haussoullier MiletP.141.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ép. δέμον Od.23.192; aor. ind. 3a sg. δεῖμεν A.R.3.37, subj. 1a plu. δείμομεν Il.7.337, v. med. ind. 3a du. δειμάσθην Opp.C.4.87; perf. pas. 3a sg. δέδμηται Hdt.7.200, dór. 3a plu. δέδμανθ' Theoc.15.120; plusperf. 3a sg. ἐδέδμητο Il.13.683]
1 construir, edificar πύργους ὑψηλούς Il.7.337, τεῖχος Il.7.436, 21.446, Hdt.9.10, Call.Fr.43.54, IEphesos 3.8 (III a.C.), Q.S.7.415, cf. E.Rh.232, IEphesos 3807 (biz.), θάλαμον Od.23.192, ὁδόν Hdt.2.124, δεῖμε ... τοι ... ἀνάκτορον te construyó un santuario Call.Ap.77, οἰκίον εὖτε δέμοιμι Call.Fr.324, μέγα δῶμα A.R.l.c., σηκόν Lyc.873, 928, 1261, πόλιν Nonn.D.41.68, δέμει· οἰκοδομεῖ Hsch.
en v. pas. ὕπερθε τεῖχος ἐδέδμητο Il.13.683, ἁμαξιτὸς γὰρ μούνη δέδμηται pues hay construida sólo una calzada para los carros Hdt.l.c., χρύσεος θρόνος Theoc.17.18
en v. med. hacerse construir, construir para sí ἐδείματο οἴκους Od.6.9, cf. Hdt.4.78, Plu.Num.14, δείμασθαι ... ἄστη Pl.Ax.370b, cf. Philet.17.2, δείματο ... ἐδέθλια para un altar, Call.Ap.62, νηούς A.R.3.1088, cf. 4.251, τὸ ἱερόν I.BI 6.438, Luc.Am.36, πόλιν I.AI 1.62, cf. Lyd.Mag.1.3, παρόδους Philostr.VS 511, θέατρον Philostr.VS 551.
2 gener. construir, disponer, aparejar δέμων ἀνθοῦσαν ἀλωήν aparejando su floreciente viña, h.Merc.87, en v. med. mismo sent. κίονα δειμάσθην μέγαν Opp.l.c., en v. pas. χλωραὶ ... σκιάδες μαλακῷ βρίθοισαι ἀνήθῳ δέδμανθ' se han dispuesto verdes sombrillas tejidas con tierno eneldo Theoc.l.c.
fig. de pers., en v. pas. ser creado, nacer οἱ μὲν μητρῴου ἀφ' αἵματος, οἱ δὲ καὶ ἀνδρῶν δέδμηνται πάσῃ κόσμος Ἰαονίῃ Milet 1(2).12a.16 (II a.C.).
• Diccionario Micénico: de-me-o-te.
• Etimología: De acuerdo c. mic. de-me-o-te procedería de *demH1- ‘construir’, cf. gót. timrjan y, en otro grado, μεσόδμη.

German (Pape)

[Seite 545] bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιθάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους θ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερθεν τεῖχος ἐδέδμητο χθαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ

French (Bailly abrégé)

impf. poét. δέμον, f. inus., ao. ἔδειμα, pf. inus.
Pass. pf. δέδμημαι, pqp. ἐδεδμήμην;
1 bâtir, construire (une maison, un mur, etc.);
2 p. anal. façonner, construire en gén.
Moy. δέμομαι bâtir ou construire pour son usage.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δόμος, lat. domus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέμω, poët. imperf. δέμον; aor. ἔδειμα, ep. δεῖμα, ep. conj. 1 plur. δείμομεν; perf. med.-pass. δέδμημαι, Dor. 3 plur. δέδμανται, ep. en Ion. plqperf. med.-pass. 3 sing. (ἐ)δέδμητο, bouwen:. ἐδείματο οἴκους καὶ νηοὺς ποίησε hij bouwde huizen en maakte tempels Od. 6.9; ὁδὸν δ. een weg aanleggen Hdt. 2.124.3.

Russian (Dvoretsky)

δέμω: тж. med. (эп. impf. δέμον, aor. ἔδειμα; pass.: pf. δέδμημαι, 3 л. sing. ἐδέδμητο - эп. тж. δέδμητο)
1 строить, сооружать, воздвигать (θάλαμον, τεῖχος, πύργους ὑψηλούς Hom.; med. οἴκους Hom., ἄστη Plat., οἰκίαν Plut.);
2 проводить, прокладывать (ὁδόν Her.);
3 устраивать, возделывать (ἀνθοῦσαν ἀλωήν HH).

English (Autenrieth)

aor. ἔδειμα, subj. δείμομεν, pass. perf. part. δεδμημένος, plup. (ἐ)δέδμητο, mid. aor. (ἐ)δείματο: build, construct, mid. for oneself.

Greek Monolingual

δέμω (AM)
1. χτίζω, οικοδομώ
2. κατασκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ dem- «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga-timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω της σημασιολογικής τους αποκλίσεως). Η ρ. dem- προέρχεται πιθ. από αρχική δισύλλαβη ρίζα της οποίας η βαθμίδα dem∂- σώζεται στον τ. δέμας της Ελληνικής. Η ρίζα του δέμω στην Ελληνική εμφανίζεται σε όλες τις μεταπτωτικές βαθμίδες της. Η απαθής βαθμίδα απαντά στα δέ-μω, δε (μ) –σ-πότης > δεσπότης
η ετεροιωμένη στο δόμος (< dom-) με τη σημ. «σειρά λίθων που τοποθετούνται οριζοντίως, στρώση» (Ηρόδ.)
η συνεσταλμένη στο δά-πεδον (< dm-)
η εκτεταμένη-ετεροιωμένη στο δώμ-α και η μηδενισμένη στα νεό-δμ-ητος, μεσό-δμ-η (< dm-). To ρ. δέμω είναι σπάνιο στον ενεστώτα και παρατατικό και δεν απαντά καθόλου στον μέλλοντα. Μαρτυρείται στον Όμηρο αλλά όχι και στον αττικό πεζό λόγο].

Greek Monotonic

δέμω: Επικ. παρατ. δέμον, αόρ. αʹ ἔδειμα, Επικ. αʹ πληθ. υποτ. δείμομεν — Παθ. παρακ. δέδμημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐδέδμητο· χτίζω, κατασκευάζω, ανοικοδομώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· — Μέσ., ἐδείματο οἴκους, έχτισε σπίτια, κατοικία, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, κατασκευάζω, δέμω ἀλωήν, σε Ομηρ. Ύμν.· δ. ὁδόν, ἁμαξιτόν, Λατ. munire viam, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δέμω: σπάν. κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπ. παρατ. δέμον Ὀδ. Ψ. 192, μετοχ. δέμων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 87, 188· ἀόρ. ἔδειμα Ἰλ., Ἡρόδ.· Ἐπ. ὑποτακτ. δείμομεν Ἰλ. Η. 337. – Μέσ. ἀόρ. (ἴδε κατωτ.). – Παθ., πρκμ. δέδμημαι Ἰλ. Ἡρόδ.· ὑπερσυντέλ. ἐδέδμητο Ἡρόδ. 7. 59, 176. (Ἐκ τῆς √ΔΕΜ παράγονται καὶ τὰ δόμος, δομέω, δῶμα, καὶ πιθ. δέμας: πρβλ. Σανσκρ. damas (domus), dam-pati (οἰκοδεσπότης), Λατ. domus, domicilium· Γοτθ. tim-rjam (οἰκοδομεῖν), Παλαιο-Σκανδ. tim-bra, Ἀγγλ. –Σαξ. tim-briam (timber = ξυλεία πρὸς οἰκοδομήν)· Παλαιο-Γερμ. zimbran (zim-mern).), oἰκοδομῶ, κτίζω, τεῖχος ἔδειμαν Ἰλ. Η. 436, κτλ.· σπάν. παρὰ Τραγ. τείχη παλαιὰ δείμας ἑαυτὸν οἰκήματα, κατοικίαν, Ὀδ. Ζ. 9: - καθόλου, κατασκευάζω, παρασκευάζω, κάμνω, δ. ἀλωὴν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 87· ἕρκος ἀλωῆς αὐτόθι 188· δ. ὁδόν, ἀμαξιτόν, Λατ. munire viam, Ἡρόδ. 2. 124., 7. 100, ἔνθα ἴδε Wessel.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: build (Il.).
Other forms: Aor. δεῖμαι, perf. Med. δέδμημαι, Dor. δέδμαμαι
Dialectal forms: Myc. demeote /demeontes/ ptc. fut. tokodomo /toikhodomos/, naudomo /naudomos/, etedomo /entesdomos/?
Compounds: Old compounds νεό-δματος, νεό-δμη-τος (Pi.). οἰκοδόμος etc.
Derivatives: δέμας (nom. and acc.) building of the body, outward appearance (Il.; s. Vivante Arch. glottol. it. 40, 44f.) with analogical -ας, δομή id. (A. R.), also = τεῖχος, οἰκοδομή (H., uncertain J. AJ 15, 11, 3) with δομαῖος to building useful (A. R.); - δόμος (δῶμα, δῶ), s.s.v. - Deverb. aorist δωμῆσαι, -ήσασθαι (A. R.; δωμήσουσιν οἰκοδομήσουσι H.), from *δωμάω (or *δωμέω?, Schwyzer 719 n. 5), with δώμημα (Lycia), ἐνδώμησις (Smyrna Ip etc.), δώμησις, δωμητύς H., δωμήτωρ (Man.). - With short vowel late forms: δομέοντι οἰκοδομοῦντι H., δεδομημένος (J., Aristid.) with δόμησις, δόμημα (J.), δομήτωρ (Anon. Prog. in Rh.); from οἰκο-δομέω (Ion.-Att.)? - S. also μεσό-δμη. Nomen agentis οἰκοδόμος with οἰκοδομέω build. Adj. ναο-, πυργο- tempel, fortif. building.
Origin: IE [Indo-European] [198] *demh₁- build
Etymology: The present δέμω has a parallel in the German. verb Goth. ga-timan, OS teman, OHG zeman geziemen, fit. To this group belongs the r-stem for building wood, e. g. ONo. timbr, OHG zimbar, NHG Zimmer with the denomin. Goth. timrjan etc. zimmern, PGm. *tim(b)ra-, IE *demh₁-ro- (disyllabic root with germanic loss of the -h₁-; cf. νεό-δμα-τος, δέ-δμα-μαι), from *-dm̥h₁-. The root had -h₁-: Beekes, Development (291 Add. to p. 202), pointing to notations with η in Pindar; thus Ruijgh, Lingua 25 (1970) 316, who points to Myc. demeote. - Here further Hier.-Luw. ta+mi-ha I built (Kronasser ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 201). - See further δόμος, δῶμα, δεσπότης, μεσόδμη.

Middle Liddell

to build, Il., etc.:—Mid., ἐδείματο οἴκους he built him houses, Od.:—generally, to construct, δ. ἀλωήν Hhymn.; δ. ὁδόν, ἁμαξιτόν, Lat. munire viam, Hdt.

Frisk Etymology German

δέμω: {démō}
Forms: Aor. δεῖμαι, Perf. Med. δέδμημαι, dor. δέδμαμαι
Grammar: v.
Meaning: bauen (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: δέμας (nur Nom. und Akk.) Körperbau, äußere Gestalt (ep. poet. seit Il.; zur Bed. Vivante Arch. glottol. it. 40, 44f.; vgl. unten), δομή ib. (A. R., Nik., Lyk.), auch = τεῖχος, οἰκοδομή (H., unsicher J. AJ 15, 11, 3) mit δομαῖος zum Bau geeignet (A. R., APl., H.); — δόμος (δῶμα, δῶ), s. bes. — Deverbativer Aorist δωμῆσαι, -ήσασθαι (A. R., Lyk., AP usw.; δωμήσουσιν· οἰκοδομήσουσι H.), wohl von *δωμάω (allenfalls von *δωμέω, Schwyzer 719 A. 5), mit δώμημα (Lykien), ἐνδώμησις (Smyrna Ip usw.), δώμησις, δωμητύς H., δωμήτωρ (Man.). — Daneben kurzvokalische Formen, ebenfalls spät: δομέοντι· οἰκοδομοῦντι H., δεδομημένος (J., Aristid., Arr.) mit δόμησις, δόμημα (J.), δομήτωρ (Anon. Prog. in Rh.); wohl aus οἰκοδομέω (ion. att.) ausgelöst (Schwyzer a. a. O.). — Alte Zusammenbildung νεόδματος, νεόδμητος (Pi. u. a.). S. auch μεσόδμη. Nomen agentis οἰκοδόμος mit οἰκοδομέω baue. Adj. ναο-, πυργο- Tempel, Burgen bauend.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens δέμω hat eine formale Entsprechung in dem german. Verb got. ga-timan, as. teman, ahd. zemangeziemen, passen’ (Fick 1, 66; 454). Die abweichende Bedeutung (eig. fügen = δέμω?) macht aber jedenfalls die ursprüngliche Identität etwas fraglich. Sicher zu dieser Sippe gehört dagegen das auf einen mit δέμας parallel laufenden (diesem zugrunde liegenden? Benveniste Origines 33) r-Stamm zurückgehende german. Wort für Bauholz, z. B. anord. timbr, ahd. zimbar, nhd. Zimmer mit dem Denominativum got. timrjan usw. ‘zimmern’, urg. *tim(b)ra-, idg. *dem-r-o- oder eher *demə-ro- (zweisilbige Wurzel mit germanischem Wegfall des -ə-; vgl. δέμας aus *demə-s und die einsilbigen langvokalischen νεόδματος, δέδμαμαι). — In Betracht kommt noch hier.-heth. ta+mi-ha ich baute (Kronasser ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 201 m. Lit.). — Weitere Verwandte s. δόμος.
Page 1,364

Mantoulidis Etymological

(=χτίζω, κατασκευάζω). Ἀπό ρίζα δεμ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: δέμας, δέμνιον (=στόν πληθ. στρώματα), δεσπότης, δόμος, δομέω -ῶ, δομή, δομαῖος, δῶμα, δομόνδε (=στόν οἶκο), δωμάτιον, νεόδμητος (=νεόχτιστος), οἰκοδόμος, οἰκοδομῶ, ὀπισθόδομος, πρόδομος.

Translations

build

Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى‎; Algerian Arabic: بْنى‎; Moroccan Arabic: بْنى‎; South Levantine Arabic: بْنى‎; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Basque: eraiki; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設/建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: bouwen; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: construire, édifier, ériger, bâtir; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: bauen; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: χτίζω; Ancient Greek: οἰκοδομέω, δέμω, μηχανάομαι, πήγνυμι, ποιέω, τεύχω; Hebrew: בָּנָה‎; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingrian: rakentaa, stroittaa; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: costruire, edificare; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Karachay-Balkar: этерге, кураргъа; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Kituba: tunga, kutunga; Korean: 만들다, 짓다, 건설하다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن‎; Northern Kurdish: ava kirin; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: munio, aedifico, struo, construo; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; Low German: boen; Macedonian: гради; Malay: membina; Malayalam: നിർമ്മിക്കുക; Maltese: bena; Maori: hanga; Marathi: बांधणे; Mongolian Cyrillic: барих, босгох; Nepali: निर्माण गर्नु; Norman: construithe, bâti; Norwegian Bokmål: bygge; Nynorsk: byggja; Occitan: construire; Old English: timbran; Old Norse: byggja; Oromo: ijaaruu; Persian: ساختن‎; Polish: budować, zbudować, wybudować, stawiać, postawić, wznosić, wznieść; Portuguese: construir; Romanian: clădi, construi; Russian: строить, построить; Scots: build, big; Scottish Gaelic: tog; Serbo-Croatian Cyrillic: градити, изградити; Roman: gráditi, izgráditi; Shan: ၵေႃႇသၢင်ႈ; Slovak: stavať, postaviť; Slovene: graditi; Sorbian Lower Sorbian: twariś; Sotho: haha; Southern Altai: јазаар, тӧзӧӧр, эдер; Spanish: construir, edificar; Swahili: kujenga; Swedish: anlägga, bygga, förfärdiga, uppföra, uppresa, upprätta; Sylheti: ꠛꠣꠘꠣꠘꠤ, ꠢꠣꠎꠣ; Tajik: сохтан; Tatar: төзү, ясау; Thai: ก่อ, สร้าง, ก่อสร้าง; Tibetan: བརྒྱབ, བཟོས; Turkish: yapmak, inşa etmek, kurmak; Ukrainian: будувати, збудувати; Urdu: تعمیر کرنا‎; Uyghur: سالماق‎, قىلماق‎; Uzbek: qurmoq, solmoq; Venetian: costruir; Vietnamese: xây, xây dựng; Volapük: bumön; Walloon: basti; Welsh: codi, adeiladu; White Hmong: kho; Yiddish: בויען‎, אויסבויען‎; Zhuang: hwnj, caux