νυκτιχόρευτος

Revision as of 05:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, belonging to nightly dances, Nonn.D.12.391.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐχόρευτος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.

Greek Monolingual

νυκτιχόρευτος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («λαμπάδα νυκτιχόρευτον», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χορεύω.