νιτροπηγικός

Revision as of 05:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, made of congealed νίτρον, Alex.Trall. 12.

Greek (Liddell-Scott)

νιτροπηγικός: -ή, -όν, ὁ κατεσκευασμένος ἐκ πεπηγότος νίτρου, Ἀλέξ. Τραλλ. 11. 630.

Greek Monolingual

νιτροπηγικός, -ή, -όν (Α)
κατασκευασμένος από παγωμένο νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πήγνυμι (πρβλ. ναυ-πηγικός)].