νίτρο

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ νίτρον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή του κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, του νίτρου της Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και του ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη φύση με τη μορφή εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με παρουσία αλκαλίων και αλκαλικών γαιών
(μσν-αρχ.) η ανθρακική σόδα
αρχ.
1. μίγμα παρασκευασμένο από νίτρο, έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το σαπούνινίτρον
σάπων
καὶ εἶδος ἰατρικοῦ», Ησύχ.)
2. είδος αρτύματος
3. φρ. «νίτρον θαλάσσιον» — νίτρο που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες της Αιγύπτου (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το αιγυπτ. ntr (πρβλ. εβρ. neter, αραβ. natrun, χετιττ. nitri).
ΠΑΡ. νιτρικός, νιτρώδης
αρχ.
νίτρασμα, νιτρία, νιτρίτις, νιτρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νιτρέλαιον, νιτροπηγικός, νιτροποιός, νιτροπώλης
νεοελλ.
βλ. νιτρ(ο)-. (Β συνθετικό) αρχ. αμμόνιτρον, αφρόνιτρον, οξύνιτρον].