ἐμπολεύς

Revision as of 06:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

έως, ὁ, merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
marchand, traficant, acheteur.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).

Greek Monolingual

ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολεύς: έως ὁ покупатель Anth.

Middle Liddell

ἐμπολεύς, έως, n
a merchant, trafficker, Anth. [from ἐμπολή