έμπορος
Greek Monolingual
και έμπορας, ο (θηλ. εμπόρισσα) (AM ἔμπορος)
1. αυτός που αγοράζει ποσότητες εμπορεύσιμων ειδών και τά πουλάει με κέρδος («έμπορος λαδιού, σταριού, μηχανημάτων»)
2. (ειδ.) αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεωτερισμού
μσν.
ως επίθ. ἔμπορος, -ον
ο εξουσιοδοτημένος για μια ενέργεια
αρχ.
1. επιβάτης πλοίου
2. οδοιπόρος, ταξιδιώτης στην ξηρά ή στη θάλασσα
3. αυτός που εκμεταλλεύεται τις γυναίκες («ἔμπορος εὐμόρφων γυναικών», Ανθ. Παλ.)
4. ως επίθ. ἔμπορος, -ον
εμπορικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη φράση εν πόρῳ ων, «αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα». Αρχικά η λέξη δήλωνε τον ταξιδιώτη, αργότερα αυτόν που εμπορεύεται ταξιδεύοντας συνήθως μέσω θαλάσσης και, τέλος, μετέπεσε στη γενικότερη σημασία «έμπορος».
ΠΑΡ. εμπορεύομαι, εμπορία, εμπορικός, εμπόριο
νεοελλ.
εμποράκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εμποριάρχης νεοελλ. εμπορεπίτροπος, εμποροδίκης, εμποροκαπετάνιος, εμποροκράτης, εμπορομεσίτης, εμπορομηχανικός, εμπορομπακάλης, εμποροναύτης, εμποροπανήγυρις, εμποροπλοίαρχος, εμπορορράπτης, εμποροϋπάλληλος. (Β' συνθετικό) μεγαλέμπορος, μικρέμπορος, οινέμπορος, σωματέμπορος
αρχ.
αρχέμπορος, αρχικερδέμπορος, εριέμπορος, θρισσέμπορος, καμηλέμπορος, κερδέμπορος, λογέμπορος, λιθέμπορος, λινέμπορος, ομέμπορος, παλινέμπορος, πεζέμπορος, συνέμπορος, ταπητέμπορος, φιλέμπορος, χοιρέμπορος, χοιριδιέμπορος, χριστέμπορος, ψυχέμπορος
νεοελλ.
αλατέμπορος, αλευρέμπορος, ανθρακέμπορος, βαμβακέμπορος, βιβλιέμπορος, βουτυρέμπορος, γανέμπορος, δερματέμπορος, δουλέμπορος, ελαιέμπορος, ζωέμπορος, καπνέμπορος, λαδέμπορος, λαθρέμπορος, ξυλέμπορος, σησαμέμπορος, σιταρέμπορος, σιτέμπορος, σταφιδέμπορος, σταφυλέμπορος, τυρέμπορος, υαλέμπορος, υφασματέμπορος, φαρμακέμπορος, φρουτέμπορος, χαρτέμπορος, χονδρέμπορος, χοντρέμπορος].