ἐπιθυμόδειπνος

Revision as of 07:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, eager for dinner, Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 944] nach der Mahlzeit verlangend, nach Plut. Symp. 8, 6, 1 οἱ ὀψὲ παραγινόμενοι ἐπὶ δεῖπνον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui désire souper.
Étymologie: ἐπιθυμέω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)
αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμόδειπνος: ирон. у которого только обед на уме Plut.