ἐρείψιμος

Revision as of 08:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.

German (Pape)

[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s'écroule.
Étymologie: ἐρείπω.

Greek Monolingual

ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐρείψιμος: -ον (ἐρείπω), αυτός που ρίχνεται κάτω, γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρείψῑμος: развалившийся, рухнувший (στέγος Eur.).

Middle Liddell

ἐρείψιμος, ον ἐρείπω
thrown down, in ruins, Eur.

English (Woodhouse)

fallen in ruins, in ruins