ἐρυστός

Revision as of 08:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, drawn, κολεῶν ἐρυστὰ..ξίφη S.Aj.730.

German (Pape)

[Seite 1037] gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυστός: -ή, -όν, ἐξειλκυσμένος, κολεῶν ἐρυστά… ξίφη, γυμνὰ ξίφη, Σοφ. Αἴ. 730.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tiré.
Étymologie: adj. verb. de ἐρύω.

Greek Monolingual

ἐρυστός, -ή, -όν (Α)
[[[ερύω]] (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» — γυμνά ξίφη, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐρυστός: -ή, -όν, αυτός που σύρεται, τραβηχτός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυστός: [adj. verb. к ἐρύομαι извлеченный (κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph.).

Middle Liddell

ἐρυστός, ή, όν
drawn, Soph. [from ἐρύω