ἔναλος

Revision as of 08:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, = ἐνάλιος, πόλις h.Ap.180, Critias Fr.2.7 D.; ἀκταί E. Hel.1130 (lyr.), Tim.Pers.109; πρῷραι E.El.1348 (anap.); ἔ. θρέμματα Arion 1.9; in later Prose, κώπη, opp. ἔξαλος, S.E.M.7.414.

German (Pape)

[Seite 826] = ἐνάλιος; H. h. Ap. 180; Eur. Hel. 1130 El. 1348; πόρος Archestr. Ath. VII, 278 d; Plut. τόποι, Arat. 50; κώπη Sext. Emp. adv. math. 7, 414, Ggstz ἔξαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 180 Εὐρ. Ἑλ. 1130, Ἠλ. 1348, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 28Β˙ ἔναλα θρέμματα Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 587.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐνάλιος.

English (Slater)

ἔναλος
   1 of the sea πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357.

Spanish (DGE)

(ἔνᾰλος) -ον
1 que está al borde del mar, marítimo Μίλητος ἔ. πόλις h.Ap.180, Critias Eleg.1.6, ἀκταί E.Hel.1130, Tim.15.98, χερσαῖοι, ... ἔναλοι τόποι Plu.Arat.50.
2 marino, que está en el mar, del mar ἄγρα Pi.Fr.357, πρῷραι E.El.1348, δελφῖνες, ἔναλα θρέμματα Lyr.Adesp.21.9, κέλευθοι Lyr.Alex.Adesp.SHell.992.2, ἔξαλος καὶ ἔ. κώπη el remo que está fuera y dentro del mar al remar, S.E.M.7.414, cf. E.Andr.855
neutr. subst. τὰ ἔ. animales marinos Plu.2.966b, 975c.

Greek Monolingual

ἔναλος, -ον (Α)
ενάλιος, θαλάσσιος, θαλασσινός.

Greek Monotonic

ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνᾰλος: HH, Eur., Plut., Sext. = ἐνάλιος.

Middle Liddell

ἔν-ᾰλος, ον adj = ἐνάλιος, Hhymn., Eur.]