ἀκαταθύμιος
English (LSJ)
ον, disagreeable, interp. in Artem. 2.48, cf. Just.Nov.53.3.1, Eust. 149.28,etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταθύμιος: -ον, = δυσάρεστος, Ἀρτεμίδ. 2. 48, Εὐστ. 149. 28, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον desagradable Artem.2.48, Iust.Nou.53.3.1.
Greek Monolingual
ἀκαταθύμιος, -ον (AM) καταθύμιος
όποιος δεν γίνεται σύμφωνα με την επιθυμία μας, ο δυσάρεστος.