ἀμβλυντικός

Revision as of 09:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, apt to dull, ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.

German (Pape)

[Seite 118] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυντικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 embolador ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].