ἀμβλυντικός
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
ἀμβλυντική, ἀμβλυντικόν, apt to dull, ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 embolador ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
German (Pape)
[Seite 118] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυντικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].