ἀμμόγειος
English (LSJ)
α, ον, in sandy soil, ἀγκυροβόλια Peripl.M.Rubr.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόγειος: -ον, ὁ ἔχων ἀμμώδη γῆν, ἀμμ. ἀγκυροβόλια Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 24.
Spanish (DGE)
-α, -ον
arenoso ἀ. ἀγκυροβόλια anclaje sobre fondo arenoso, Peripl.M.Rubri 24, ἀ. Σέντρυφις PVindob.Boswinkel 3.8 (III a.C.).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμμόγειος, -α, -ον)
αυτός που έχει αμμώδες έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + -γειος < γῆ].