ἀνάγγελτος

Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.

Spanish (DGE)

-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].