ἀναβιβαστέον

Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

one must cause to mount, τοὺς ἱππέας X.Eq.Mag.1.2; ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀ. ὡς νεωτάτους Pl.R.467e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβῐβαστέον: ῥημ. ἐπίθ. = δεῖ ἀναβιβάζειν, τοὺς ἱππέας Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 2· ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβ. τοὺς νεωτάτους Πλάτ. Πολ. 467E.

Spanish (DGE)

1 hay que hacer montar ἱππέας X.Eq.Mag.1.2, ἐπὶ τοὺς ἵππους ... ἀ. ὡς νεωτάτους Pl.R.467e.
2 hay que hacer retroceder una palabra, Sch.Pi.N.4.14.

Greek Monotonic

ἀναβῐβαστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ανεβεί, σε Πλάτ.