ἀναθεματικός

Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, = ἀναθηματικός, πίνακες Roussel Cultes Égyptiens 222 (Delos, ii B. C.), D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 188] schlechte F. für ἀναθηματικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεματικός: -ή, -όν, ἀδόκιμος τύπος ἀντί ἀναθηματικός, Γραμμ.: - ὡσαύτως, ἀναθεματιαῖος, α, ον, Σχόλ. εἰς Ἰλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 543.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
votivo ὑποδήματα ID 1442B.33, πινάκια ID 1442B.46 (II a.C.), D.S.31.8, ἐγκαύματα Ps.Dicaearch.1.8, cf. Sch.Il.9.122, Sch.Gen.Il.23.885.