ἀνδραποδιστικός

Revision as of 10:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, = -ιστήριος: ἡ-κή (sc. τέχνη) man-stealing, kidnapping, Pl.Sph.222c. Adv., Sup. -ιστικώτατα Eup.396.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδιστικός: -ή, -όν, = ἀνδραποδιστήριος: - ἡ ἀνδραποδιστική, δηλ. ἡ τέχνη τοῦ ἀνδραποδίζειν, ἡ σωματεμπορία, Πλάτ. Σοφ. 222C: - Ὑπερθ. ἐπίρρ. ἀνδραποδιστικώτατα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 77 (Πολυδ. Γ΄, 77).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
referente al rapto, del raptar para esclavizar ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar, el arte del mercader de esclavos Pl.Sph.222c
quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.

Greek Monolingual

ἀνδραποδιστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει σχέση με τον ανδραποδισμό.