Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματεμπορία

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, Sklavenhandel (?).

Greek (Liddell-Scott)

σωματεμπορία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σωματεμπόρου, ἐμπόριον δούλων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σωματέμπορος
νεοελλ.
η προμήθεια σε άτομα ή σε οίκους ανοχής γυναικών ή ανηλίκων για ασέλγεια, αλλ. εμπόριο λευκής σάρκας
μσν.-αρχ.
το δουλεμπόριο.