ἀνεπίδεκτος
English (LSJ)
ον, not accepting, unaccepting, not-admitting, unadmitting, inadmissible, unacceptable, impossible, νόμων Phld.Rh.1.383S.; κοκοῦ S.E.M.9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. in Metaph.393.13, Id.in Top.210.16.
German (Pape)
[Seite 224] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) ἀπαράδεκτος, Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. ἀνεγχώρητος. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inaceptable τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.Mc.3.29
•inadmisible para la mente, imposible τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.
2 que no se puede obtener, inalcanzable τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.
3 de opuestos incompatible Basil.M.29.376A.
II 1que no admite νόμων Phld.Rh.1.383, κακοῦ S.E.M.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.in Metaph.393.13, in Top.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.
2 que no puede admitir o experimentar ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP Arm.10 (p.192.6), cf. Meth.Res.3.18.
III adv. -ως: ἀ. ἔχειν ser incapaz κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίδεκτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι
αρχ.
απαράδεκτος, ανάρμοστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίδεκτος: невосприимчивый, неспособный (τινος Diog. L., Sext.).