incompatible
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Spanish > Greek
ἀσυμπαθής, ἀνεπίδεκτος, ἀσυντρόχαστος, ἄμικτος, ἀντίθετος, ἀσυμφυής, ἀσύμφωνος, ἀσύγκριτος, ἀσυνάρμοστος, ἀντιπαθής, ἐκκρουστικός