ἁμαρτίνοος

Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, erring in mind, distraught, Hes.Th.511, Sol.22.2, A.Supp.542 (lyr.), Rhian.1.1.

German (Pape)

[Seite 117] sinnverwirrt, Hes. Th. 511; Aesch. Suppl. 537; Rhian. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτίνοος: -ον, ὁ ἔχων νοῦν ἁμαρτάνοντα, σφαλλόμενον ἢ παραπαίοντα, Ἡσ. Θ. 511, Σόλων 22. 2, Αἰσχύλ. Ἱκ. 542 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
à l’esprit égaré, éperdu.
Étymologie: ἁμαρτάνω, νόος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμαρτῐ-]
de mente errada o extraviada o equivocada Ἐπιμηθεύς Hes.Th.511, ἡγεμών Sol.18.2, Ἰώ A.Supp.542, πάντες ἁμαρτίνοοι πελόμεσθα ἄνθρωποι Rhian.1.1, de los discípulos de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.6.61
c. connotación moral, de los fariseos, Nonn.Par.Eu.Io.1.24, 7.32.

Greek Monotonic

ἁμαρτίνοος: -ον (ἁμαρτάνω), αυτό που σφάλλει νοητικά, που βρίσκεται σε νοητική σύγχυση, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαρτίνοος: помешанный, безумный Hes., Aesch.

Middle Liddell

ἁμαρτάνω, νόος
erring in mind, distraught, Hes., etc.