помешанный
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Russian > Greek
ἀτέων, πλαγκτός, παράφορος, ὑπόμαργος, πλαγκτόνοος, πλαγκτόνους, παραπλήξ, ἁμαρτίνοος, βλαψίφρων, παράφρων, φρενοβλαβής, παρακινητικός, παράκοπος, ἀκρομανής, παρἡορος, παράορος, πάραρος