помешанный
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Russian > Greek
ἀτέων, πλαγκτός, παράφορος, ὑπόμαργος, πλαγκτόνοος, πλαγκτόνους, παραπλήξ, ἁμαρτίνοος, βλαψίφρων, παράφρων, φρενοβλαβής, παρακινητικός, παράκοπος, ἀκρομανής, παρἡορος, παράορος, πάραρος