σύντρεις
English (LSJ)
οἱ, αἱ, σύντρια, τά,
A three together, by threes, σύντρεις αἰνύμενος Od.9.429; κατὰ σύντρεις γωνίας Pl.Ti.54e; cf. σύνδυο.
οἱ, αἱ, σύντρια, τά,
A three together, by threes, σύντρεις αἰνύμενος Od.9.429; κατὰ σύντρεις γωνίας Pl.Ti.54e; cf. σύνδυο.