Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύνδυο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδυο Medium diacritics: σύνδυο Low diacritics: σύνδυο Capitals: ΣΥΝΔΥΟ
Transliteration A: sýndyo Transliteration B: syndyo Transliteration C: syndyo Beta Code: su/nduo

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, two together, two and two, in pairs, h.Ven.74, Pi. P.3.81, Hdt.4.66, Hyp.Eux.16, Pl.Lg.962e, IG22.1671.21 (iv B.C.), etc.; ἀνὰ σύνδυο Gal.6.216; κατὰ σύνδυο ib.214, UP15.4; σύνδυο unaltered in dat., Plb.8.4.2.—For Il.10.224, v. συνέρχομαι 1.

German (Pape)

[Seite 1009] οἱ, αἱ, τά, je zwei, zwei zusammen, paarweise, H. h. Ven. 74; Her. 4, 66; Plat. Tim. 54 d u. öfter; Xen. An. 6, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
deux ensemble, deux à deux.
Étymologie: σύν, δύο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-δυο, οἱ, αἱ, τά telw., indecl. twee tegelijk, twee aan twee, in paren.

Russian (Dvoretsky)

σύνδυο: οἱ, αἱ, τά indecl. по двое, попарно, парами HH, Pind., Xen., Plat., Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο ὁμοῦ, ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· σύνδυο ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. συνέρχομαι Ι.

English (Slater)

σύνδῠο two together ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)

Greek Monolingual

οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν
ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δύο].

Greek Monotonic

σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο μαζί, ανά δύο, κατά ζεύγη, Λατ. bini, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

two together, two and two, in pairs, Lat. bini, Hhymn., Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

two together

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)