το (Α ληξιαρχεῖον) ληξίαρχοςνεοελλ.η υπηρεσία και το κατάστημα σε κάθε δήμο και σε κάθε κοινότητα, στο οποίο τηρούνται και φυλάσσονται τα ληξιαρχικά βιβλίααρχ.(κατά τον Ησύχ.) «γραμματεῖον εἰς ὃ τοὺς νόμους ἐνέγραφον».