αὐτόδηλος
English (LSJ)
ον, self-evident, A.Th.848 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδηλος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ φανερός, Αἰσχύλ. Θηβ. 848· οὕτω καὶ ὁ Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 463.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ον evidente por sí mismo τάδε A.Th.848.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόδηλος, -ον) δήλος
ολοφάνερος αυταπόδεικτος.
Greek Monotonic
αὐτόδηλος: -ον, αυταπόδεικτος, κατάδηλος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόδηλος: самоочевидный, совершенно ясный Aesch., Arph.