οἰστροβολέω

Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

strike with the sting, τινα, especially of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piquer de l’aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.

Greek Monotonic

οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροβολέω: досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).

Middle Liddell

οἰστρο-βολέω, fut. -ήσω
to strike as with a sting, Anth.