τελεσσίγαμος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῐ], ον, Ep. for Τελεσίγαμος, perfecting or consecrating a marriage, Nonn.D.48.232,693, al., Musae.279.

German (Pape)

[Seite 1085] poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσίγᾰμος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσίγαμος, ὁ τελειώνων ἢ εὐλογῶν γάμον, Νόνν. Δ. 48. 232, 693. κλπ.

Greek Monolingual

και μτγν
επικ. τ. τελεσίγαμος, -ον, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + γάμος (πρβλ. νυκτί-γαμος), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].