τριακοντάζυγος

Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.

Greek Monolingual

και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.

Greek Monotonic

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντάζῠγος: с тридцатью скамьями для гребцов (Ἀργώ Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.

Middle Liddell

τριᾱκοντά-ζῠγος, ον,
with thirty benches, Theocr.