τριακοντάζυγος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
τριακοντάζυγον, with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.
German (Pape)
[ᾱκ], mit, von dreißig Ruderbänken, Theocr. 13.74.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκοντάζῠγος: с тридцатью скамьями для гребцов (Ἀργώ Theocr.).
Greek Monolingual
και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.
Greek Monotonic
τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.
Middle Liddell
τριᾱκοντά-ζῠγος, ον,
with thirty benches, Theocr.