ἀπορρέμβομαι
English (LSJ)
wander from, c.gen., τῆς παρατηρήσεως M.Ant.3.4: abs., hesitate, Id.4.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρέμβομαι: ἀποθ. ἀποπλανῶμαι, διστάζω, ταλαντεύομαι, Μ. Ἀντων. 3. 4., 4. 22.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se laisser étourdir, être ahuri.
Étymologie: ἀπό, ῥέμβομαι.
Spanish (DGE)
errar c. gen. τῆς τοῦ ἰδίου ἡγεμονικοῦ παρατηρήσεως M.Ant.3.4
•abs. divagar, despistarse M.Ant.4.22.