ἀπομωρόω
English (LSJ)
stupefy, Dsc.4.75:—Pass., Asclep. ap. Aët.6.16.
German (Pape)
[Seite 316] ganzdumm machen. – Pass., verrücktsein, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομωρόω: καθιστῶ τινα μωρόν, Ἀέτ. σ. 105: ― ὡσαύτως ἀπομωραίνω Κυνοσόφ. σ. 264. 10.
Spanish (DGE)
atontar, producir sopor y pérdida de la consciencia φασι (μανδραγόραν) ... ἐσθιομένην ... ἀπομωροῦν Dsc.4.75, en v. pas. βοτάνη ... διδομένη ... τοῖς ἀπομωρουμένοις Asclep. en Aët.6.16.