ἀπωστικός

Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.

German (Pape)

[Seite 342] fortdrängend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
expulsor, expelente (δύναμις) de los vomitivos, Gal.2.177.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀπωστικός, -ή, -όν) απώστης
ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση.